Αλλεργία στα φάρμακα
Η θνητότητα και η νοσηρότητα των ανεπιθύμητων αντιδράσεων στα φάρμακα συχνά υποεκτιμώνται αν και αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό μερίδιο της «ιατρογενούς νοσηρότητας». Οι αλλεργίες στα φάρμακα υπάγονται στις ανεπιθύμητες ενέργειες οι οποίες προκαλούν μόνιμη ανησυχία στον θεράποντα και ιδιαίτερα στον παιδίατρο. Η βιβλιογραφία στερείται εκτεταμένων μελετών λόγω έλλειψης σαφούς διαχωρισμού μιας ανεπιθύμητης αντίδρασης από την πραγματική φαρμακευτική αλλεργία.
Οι αντιδράσεις υπερευαισθησίας χαρακτηρίζονται από εξαιρετική δυσκολία αξιόπιστης διάγνωσης: το ιατρικό ιστορικό συνήθως δεν είναι βάσιμο, λόγω συχνής παρουσίας συμπαραγόντων όπως η ταυτόχρονη λήψη φαρμάκων ή η συνύπαρξη κάποιας λοίμωξης.(π.χ. ιός Epstein Barr). Στην περίπτωση αυτή οι διαγνωστικές δοκιμασίες στερούνται σταθερότητας ενώ οι δοκιμασίες πρόκλησης μπορούν να είναι αναξιόπιστες ή και επιβλαβείς.
Η πλειονότητα των αλλεργικών αντιδράσεων στα φάρμακα οφείλονται σε IgE μεσολαβούμενες αντιδράσεις είτε αμέσου είτε εμμέσου τύπου. Ο διαχωρισμός των αντιδράσεων αυτών από ψευδοαλλεργικές αντιδράσεις λόγω δυσανεξίας, λοίμωξης ή ιδιοσυγκρασίας. Σαν αποτέλεσμα των προαναφερθέντων, πολλοί ιατροί βασίζονται αποκλειστικά στο ιστορικό, εγκαταλείποντας την προσπάθεια συσχέτισης της κλινικής αντίδρασης μα κάποιον παθογενετικό μηχανισμό. Η προσέγγιση αυτή οδηγεί σε παρανόηση της επιδημιολογίας και της παθοφυσιολογίας των εξαιρετικά σημαντικών αυτών νοσολογικών οντοτοτήτων.
Προς αποφυγή τέτοιων καταστάσεων, ο Παιδίατρος θα πρέπει να προσεγγίσει αρχικά το ιστορικό ανεπιθύμητης φαρμακευτικής αντίδρασης κλιμακωτά, για κάθε αναφορά από τον γονέα ή όποιον τον υποκαθιστά.
Επιδημιολογία: οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις στα φάρμακα κατηγοριοποιούνται σε συνάρτηση με την κλινική προβολή σε τύπου Α και Β. Οι τύπου Α διενεργούνται μέσω γνωστών φαρμακολογικών ή τοξικών ιδιοτήτων των φαρμάκων και περιλαμβάνουν την υπερδοσολογία, τις παρενέργειες και τις αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα. Θεωρούνται προβλέψιμες.
Οι τύπου Β αντιδράσεις διενεργούνται μέσω διαφορετικών μηχανισμών και μπορεί να μην σχετίζονται με τη δοσολογία. Ειδικότερα, οι IgE τύπου αντιδράσεις συμβαίνουν σε χαμηλότερες δόσεις από τις τοξικές αντιδράσεις γι αυτό και καλούνται απρόβλεπτες. Περίπου στο 20% ή και λιγότερο οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις στα φάρμακα είναι τύπου Β και από αυτές οι περισσότερες έχουν ανοσολογική βάση και εξ ορισμού μπορεί να θεωρηθούν αλλεργικού τύπου. Ωστόσο, δεν είναι πάντοτε απρόβλεπτες, διότι για παράδειγμα η ταυτοποίηση HLA μπορεί με αξιοπιστία να ορίσει τις ομάδες ασθενών που έχουν υψηλό κίνδυνο εμφάνισης τέτοιων αντιδράσεων. Επίσης η δόση παίζει κάποιο ρόλο, όπως έχουν δείξει δοκιμασίες απευαισθητοποίησης, όπου χαμηλές δοσολογίες καθίστανται ανεκτές. Φαίνεται ότι εμπλέκονται και άλλοι μηχανισμοί εκτός από τους καθαρά ανοσολογικούς στην παθογένεια αυτών των αντιδράσεων, που μένει να διαλευκανθούν στο μέλλον.